σίναπι

σίναπι
σίναπι
Grammatical information: ν.
Meaning: `mustard, mustard plaster'. Can be found in late Lat. senpecta; s. Svennung Riv. fil. class. 95, 65 ff.
Other forms: σίνηπι, -απυ, -απις, -ηπυς (hell a. late). A variant is νᾶπυ (s.v.).
Compounds: A comp. is *σιναπο-πηκτη.
Derivatives: σινάπιον (EM, gloss.), -ίδιον (Alex. Trall.), -ινος `of mustard' (Dsc., Gal.), -ηρός `spiced with mustard' (pap.). -ίζω `apply a mustard plaster' with -ισμός (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Comparable variants are found in words of Egyptian origin (σίλι : σέσελι, σάρι : σίσαρον), so the word has been thought to be of Egypt. origin (Hehn Kulturpflanzen 211, André Latomus 15, 296ff; rejected by Mayrhofer Sprache 7, 185ff.) Against the theory of Austro-Asiatic origin Kretschmer Glotta 27, 249f and Wüst Ρῆμα 2, 59ff, Anthropos 54 (1959) 987f. On the Greek forms Björck Alpha impurum 289f. The word can be found in late Lat. senpecta; s. Svennung Riv. fil. class. 95, 65 ff. Lat. LW [loanword] nāpus `turnip' (Plin.) and sinapi(s) `mustard'; from the last Goth. sina(s) , OHG senf etc. -- The form clearly goes back to a Pre-Greek *synāpi with palatalized s; this may develop before consonant into σι (cf. κνώψ : κινώπετον, λασιτός : λάσται) cf. Beekes FS Kortlandt). If an i was not introduced, *sn- would have normally developed to ν- in Greek (cf. νεῦρον), but the σ- might have been retained, giving *σναπυ.
See also: s. νᾶπυ.
Page in Frisk: 2,708

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • σινάπι — σινά̱πῑ , σίναπι mustard neut dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίναπι — σίνᾱπι , σίναπι mustard neut voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινάπι — το ιού 1. είδος φυτού, λαψάνα. 2. «κόκκος σιναπιού», μικρή ποσότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • σιναπικός — ή, ό, Ν [σινάπι] 1. αυτός που γίνεται με σινάπι ή που προέρχεται από σινάπι 2. φρ. «σιναπικό οξύ» χημ. ακόρεστο αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 4 υδροξυ 3, 5 διμεθοξυ κιναμμωμικό οξύ, τού οποίου ο εστέρας με χολίνη αποτελεί τη σιναπίνη που εξάγεται… …   Dictionary of Greek

  • σιναπούχος — ο, Ν αυτός που περιέχει σινάπι, πασπαλισμένος με σινάπι («σιναπούχος χάρτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + ούχος*] …   Dictionary of Greek

  • σινάπει — σινά̱πει , σίναπι mustard neut nom/voc/acc dual (attic epic) σινά̱πεϊ , σίναπι mustard neut dat sg (epic) σινά̱πει , σίναπι mustard neut dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σιναπίζω — και συναπήζω και συναπίζω Α [σίναπι] τοποθετώ έμπλαστρο με σινάπι, κάνω σιναπισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”